κεφαλαιωτής

κεφαλαιωτής
κεφαλαιωτής, -οῡ, ὁ (ΑΜ) [κεφαλαιώ]
στον πληθ. οι κεφαλαιωταί, οι κεφαλές, οι αρχηγοί, οι πρώτοι
αρχ.
γραμματέας ή ταμίας ενός συντεχνιακού ομίλου γαιοκτημόνων ή τεχνιτών, π.χ. φοροσυλλέκτης, στρατολόγος κ.λπ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κεφαλαιωταί — κεφαλαιωτής capitularius masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαιωτήν — κεφαλαιωτής capitularius masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαιωτία — κεφαλαιωτία, ἡ (Α) [κεφαλαιωτής] το έργο, το λειτούργημα τού κεφαλαιωτού …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαιωτός — κεφαλαιωτός, ή, όν (ΑΜ) [κεφαλαιώ] μσν. κεφαλαιωτής*, αρχηγός αρχ. αυτός που έχει κεφάλι ή εξόγκωμα το οποίο μοιάζει με κεφάλι, κεφαλωτός («πράσου καρπὸς κεφαλαιωτοῡ», Διοσκ.) …   Dictionary of Greek

  • ЕГИПЕТ — Развалины рим. базилики в Гермополе. V в. Развалины рим. базилики в Гермополе. V в. [Арабская Республика Египет (АРЕ); араб. ; копт. khme], гос во в сев. вост. части Африки и на Синайском п ове в Азии, к его территории также относятся неск.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”