- κεφαλαιωτής
- κεφαλαιωτής, -οῡ, ὁ (ΑΜ) [κεφαλαιώ]στον πληθ. οι κεφαλαιωταί, οι κεφαλές, οι αρχηγοί, οι πρώτοιαρχ.γραμματέας ή ταμίας ενός συντεχνιακού ομίλου γαιοκτημόνων ή τεχνιτών, π.χ. φοροσυλλέκτης, στρατολόγος κ.λπ.
Dictionary of Greek. 2013.